θρυλώ

θρυλώ
(ΑΜ θρυλῶ, -έω)
(μέσ. παθ.) θρυλούμαι
είμαι ή γίνομαι θέμα κοινής συζήτησης, φημολογούμαι, κοινολογούμαι
νεοελλ.
διαδίδω θρύλους, διασπείρω φήμες, διαλαλώ
νεοελλ.-μσν.
(παθ. ως απρόσ.) θρυλείται - θρυλούνται
λέγεται -λέγονται, διαδίδεται - διαδίδονται, φημολογείται - φημολογούνται («πολλά θρυλούνται σε βάρος του»)
αρχ.
1. φλυαρώ, πολυλογώ
2. επαναλαμβάνω συχνά κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. θρυλώ δεν υπάρχει βεβαιότητα αν είναι μετονοματικό παράγωγο τού θρύλος, το οποίο είναι σπανιότερο και μεταγενέστερο, ή αν σχηματίστηκε αναλογικά προς άλλα ρήματα σε -έω, με παρόμοια σημασία (πρβλ. βομβώ, δουπώ, κελαδώ, λαλώ κ.ά.), απ' όπου το θρύλος θα ήταν υποχωρητικός σχηματισμός. Το θ. θρυ- προήλθε από ΙE *dhrew- «βομβώ, βουίζω» (πρβλ. θρέομαι, θόρυβος) και δεν αποκλείεται ο ηχομιμητικός σχηματισμός, πράγμα σύνηθες σε λέξεις που δηλώνουν θόρυβο. Η γραφή θρύλλος οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό.
ΠΑΡ. θρύλημα
αρχ.
θρυλητής
μσν.
θρυλητός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θρυλῶ — θρῡλῶ , θρυλέω make a confused noise pres subj act 1st sg (attic epic doric) θρῡλῶ , θρυλέω make a confused noise pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρύλῳ — θρύ̱λῳ , θρῦλος noise as of many voices masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειθρύλητος — ἀειθρύλητος, ον (Μ) αυτός για τον οποίο γίνεται πάντοτε λόγος, διάσημος, ονομαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θρυλητὸς < θρυλῶ] …   Dictionary of Greek

  • αθρύλητος — η, ο [θρυλώ] αυτός για τον οποίο δεν γίνεται πολύς ή καθόλου λόγος, αδιαφήμιστος …   Dictionary of Greek

  • διαθρυλώ — (Α διαθρυλῶ, έω) [θρυλώ] διαφημίζω, διαλαλώ, διατυμπανίζω μσν. παθ. είμαι διάσημος, με περιβάλλει θρύλος αρχ. παθ. διαθρυλοῡμαι α) διαφημίζομαι β) ξεκουφαίνομαι από την αδιάκοπη ομιλία κάποιου …   Dictionary of Greek

  • επιθρυλώ — ἐπιθρυλῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ, διαταράσσω 2. διακηρύσσω, δημοσιεύω με θόρυβο 3. διαδίδω για να κατηγορήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρυλώ «διαδίδω»] …   Dictionary of Greek

  • θρυλίσσω — (Α) συντρίβω, τσακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θρυλίσσω απαντά άπαξ μόνο στην ομηρική φρ. θρυλίχθη δε μέτωπον (Ιλ. Ψ 396). Εικάζεται ότι πρόκειται για παράγωγο ενός αμάρτ. *θρύλος, το οποίο ανάγεται σε ΙE *dhrus lo και συνδέεται με ουαλ. dryll «τεμάχιο».… …   Dictionary of Greek

  • θρυλητής — θρυλητής, ὁ (Α) [θρυλώ] φλύαρος …   Dictionary of Greek

  • θρυλητός — θρυλητός, ή, όν (Μ) [θρυλώ] αυτός που έχει διαδοθεί από πολλούς …   Dictionary of Greek

  • θρύλημα — το (Α θρύλημα) [θρυλώ] διάδοση, θρύλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”